- χοροστάσι(ον)
- τό1) танцевальный зал; танцевальная площадка; 2) церк, клирос
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χοροστάσι(ο) — και διαλ. τ. χοροστασό, το, Ν 1. χώρος όπου γίνονται χοροί 2. το μέρος τού ναού, όπου στέκεται ο χορός τών ψαλτών, αλλ. ψαλτήριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χορός + στάσι(ο)* (πρβλ. εικονο στάσι[ο]). Η λ., στον λόγιο τ. χοροστάσιον, με την πρώτη σημ.… … Dictionary of Greek
χοροστάσι — το 1. τόπος όπου γίνονται χοροί. 2. θέση των ψαλτών στην εκκλησία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χορός — Διαδοχικές κινήσεις του σώματος για σκοπούς αποκλειστικά καλλιτεχνικούς ή τελετουργικούς ή παιχνιδιού, με προκαθορισμένη τάξη και σύμφωνα με ένα ρυθμό, που δίνεται γενικά από τη μουσική. Ο χ. είναι από τα αρχαιότερα εκφραστικά μέσα, ίσως δεύτερο… … Dictionary of Greek
Horos — Horos, khoros, choros () means dance in Greek language. This word occurs in the names of numerous Greek dances, which may be literally translated as dance of... or dance from... . Sometimes the word may be omitted, e.g., both Hasapikos choros (… … Wikipedia
χορείος — ο / χορεῑος, εία, εῑον, ΝΜΑ, αρσ. και χόριος Α το αρσ. ως ουσ. ο χορείος και ὁ χορείος (στην αρχ. μετρική) τρίβραχυς ή τροχαίος μετρικός πους μσν. αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χορό 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ χορεῑον τόπος όπου χορεύουν,… … Dictionary of Greek
χορευταριά — η, Ν τόπος όπου χορεύουν, χοροστάσι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χορευτής + κατάλ. αριά (πρβλ. ψηστ αριά)] … Dictionary of Greek
χοροστασό — το, Ν (διαλ. τ.) βλ. χοροστάσι(ο) … Dictionary of Greek
πάνω — και επάνω και απάνω επίρρ. που σημαίνει 1. τόπο: Το δώρο σου είναι πάνω στο τραπέζι. 2. χρόνο: Πάνω που αρχίσαμε τη συζήτηση έφτασες κι εσύ. 3. εναντίον: Μόλις δρασκέλισα το κατώφλι, όρμησε ο σκύλος επάνω μου. 4. με το σύνδ. και, υπέρβαση ορίου:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)